- μουζίκος
- ο мужик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουζίκος — ο 1. (στην προεπαναστατική Ρωσία) άνθρωπος τής υπαίθρου, χωρικός 2. μτφ. α) άνθρωπος άξεστος και απολίτιστος, αγροίκος β) άτομο που υπόκειται σε σκληρή οικονομική εκμετάλλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. muzhik «χωρικός», υποκορ. τού muzh «άντρας,… … Dictionary of Greek
μουζίκος — ο (λ. ρωσ.) 1. Ρώσος χωρικός στην εποχή των τσάρων (πριν από την επανάσταση του 1917), δουλοπάροικος. 2. μτφ., άτομο που το εκμεταλλεύονται σε μεγάλο βαθμό, άξεστος, απολίτιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Τβαρντόφσκι, Αλεξάντρ Τριφόνοβιτς — (Ζαγκόριε, Σμολένσκ 1910 – Μόσχα 1971). Σοβιετικός ποιητής. Γνωστός ήδη από το 1930 για τα ποιήματά του, στα οποία υπάρχουν τόνοι της λαϊκής ρωσικής ποίησης με κοινωνικό περιεχόμενο, έγινε διάσημος με τα ποιήματα: Το χωριό Μουράβιγια (1936) και… … Dictionary of Greek